- υαλώ
- ὑαλῶ, -όω, ΝΜ, και υαλώνω Ν [ὕαλος](λόγιος τ.) μεταβάλλω σε ύαλο, υαλοποιώνεοελλ.καθιστώ ένα αντικείμενο υδατοστεγές με υάλωμα, βάζω υάλωμαμσν.παθ. ὑαλοῡμαι, -όομαια) τήκομαι, λειώνωβ) (κατ' επέκτ.) αποβάλλω την υφή, την ουσία μου.
Dictionary of Greek. 2013.