υαλώ

υαλώ
ὑαλῶ, -όω, ΝΜ, και υαλώνω Ν [ὕαλος]
(λόγιος τ.) μεταβάλλω σε ύαλο, υαλοποιώ
νεοελλ.
καθιστώ ένα αντικείμενο υδατοστεγές με υάλωμα, βάζω υάλωμα
μσν.
παθ. ὑαλοῡμαι, -όομαι
α) τήκομαι, λειώνω
β) (κατ' επέκτ.) αποβάλλω την υφή, την ουσία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑαλῷ — ὑάλεος of glass masc/neut dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλῳ — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάλωι — ὑάλῳ , ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υάλωση — η, Ν μετατροπή σε ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑάλωσις, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”